Η ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας παγκοσμίως παίρνει διαστάσεις επιδημίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου 60% των ενηλίκων και πάνω από 20% των παιδιών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Στην Ελλάδα 27.9% των ανδρών και 25.6% των γυναικών είναι παχύσαρκοι (στοιχεία 2001-03) ενώ 37% των κοριτσιών και 45% των αγοριών είναι είτε υπέρβαρα είτε παχύσαρκα (στοιχεία 2005-06).
Παχυσαρκία είναι η παθολογικά αυξημένη συσσώρευση λίπους στο ανθρώπινο σώμα. Αυτή η αύξηση της ποσότητας του σωματικούς λίπους, συνεπάγεται και αύξηση του σωματικού βάρους πέρα από κάποια φυσιολογικά όρια. Οι τρόποι προσδιορισμού του βαθμού της παχυσαρκίας είναι ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) – Body Mass Index (BMI) και η μέτρηση της περιμέτρου της μέσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ΒΜΙ μεταξύ 18-25 θεωρείται κανονικό βάρος, ΒΜΙ μεταξύ 25-30 συνιστά υπερβολικό βάρος, ΒΜΙ μεταξύ 30-35 συνιστά παχυσαρκία και άνω του 35 συνιστά τη νοσογόνο παχυσαρκία που αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την υγεία μας.
Οι κύριοι παράγοντες πρόκλησης του φαινομένου αυτού είναι η διατροφή, η έλλειψη δραστηριότητας(ακινησία) αλλά και η κληρονομικότητα. Σε γενικές γραμμές, το αυξημένο βάρος προκαλείται από αυξημένη κατανάλωση θερμίδων, σε συνδυασμό με λίγη ή καθόλου άσκηση και γενετική προδιάθεση. Η παχυσαρκία προκαλείται όταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το σώμα παίρνει περισσότερες θερμίδες από όσες χρησιμοποιεί. Πιο σπάνια μπορεί η παχυσαρκία να ξεκινήσει ή να επιδεινωθεί λόγω ορμονικών διαταραχών ή παθήσεων. Η κατανόηση μας για τις αιτίες της παχυσαρκίας αυξάνεται συνεχώς καθώς ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερες ορμόνες που παράγονται από τα κύτταρα του λίπους και επηρεάζουν την όρεξη, τον μεταβολισμό και την πρόσληψη βάρους.
Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο παρουσίασης πολλών σωματικών και ψυχικών παθήσεων. Οι επιπτώσεις στην υγεία χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
🔹αυτές που αποδίδονται στην αυξημένη λιπώδη μάζα όπως είναι η οστεοαρθρίτιδα, η αποφρακτική υπνική άπνοια, ο κοινωνικός στιγματισμός και
🔹σε αυτές που αποδίδονται στον αυξημένο αριθμό λιποκυττάρων όπως σάκχαρο, καρκίνος, καρδιαγγειακή πάθηση, μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος.
- Η αύξηση του σωματικού λίπους αλλοιώνει την αντίδραση του σώματος στην ινσουλίνη και υπάρχει το ενδεχόμενο να οδηγήσει σε αντίσταση στην ινσουλίνη.
- Η αύξηση του λίπους προκαλεί επίσης καταστάσεις όπως την προφλεγμονώδη κατάσταση, και την προθρομβωτική κατάσταση.
- Επηρεάζει αρκετά τη λειτουργία της καρδιάς και των αγγείων και μπορεί να προκαλέσει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλές τιμές χοληστερόλης στο αίμα και υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων.
- Το υπερβάλλον σωματικό λίπος προκαλεί στο σώμα μια χρόνια φλεγμονή η οποία ρίχνει το ανοσοποιητικό σύστημα και μειώνει την άμυνα του οργανισμού. Επομένως, ο οργανισμός είναι αδύναμος και ευάλωτος απέναντι σε ιούς και λοιμώξεις που τον απειλούνε.
- Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις και στην ψυχολογία. Παρατηρείται μειωμένη αυτοεκτίμηση και κοινωνική απομόνωση, λόγω της δυσαρέσκειας με την «εικόνα» του σώματός. Επίσης, λόγω των περιορισμών που μπορεί να δημιουργεί το ίδιο το βάρος στην καθημερινότητα (για παράδειγμα το άτομο κουράζεται εύκολα στο βάδισμα ή αποδίδει δύσκολα στην εργασία), αποφεύγονται δραστηριότητες που έχουν σχέση με την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και μπορεί να οδηγηθεί σε μειωμένη κοινωνικοποίηση και κατάθλιψη.
Βασικές αρχές αντιμετώπισης είναι συνδυασμός σωστής διατροφής, συστηματικής άσκησης και αλλαγής του τρόπου ζωής και σκέψης. Θα χρειαστεί η βοήθεια ενός πιστοποιημένου διατροφολόγου-διαιτολόγου προκειμένου να διορθωθεί η σχέση του ασθενούς με το φαγητό και κάποιες φορές ίσως χρειαστεί και η βοήθεια ψυχολόγου.