Εύη Γιαννίκου
Ψυχολόγος
Βόλος
Η συμβουλευτική υποστήριξη ζευγαριών αναδεικνύει πολύ συχνά τη δυσκολία των δύο φύλων να διακρίνουν το ρόλο τους ως σύντροφοι – σύζυγοι από τον γονεϊκό ρόλο. Τις περισσότερες φορές, η ανάγκη αυτής της διάκρισης έρχεται στο προσκήνιο μετά την απόφαση του διαζυγίου, στην προσπάθεια να βρεθούν νέες ισορροπίες. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά χρήσιμο και βοηθητικό, κάθε ζευγάρι να ξεχωρίζει αυτούς τους ρόλους, πολύ νωρίτερα, δημιουργώντας έτσι ένα προστατευτικό δίχτυ για αρκετές δύσκολες περιστάσεις.
Η δημιουργία της οικογένειας, τις τελευταίες δεκαετίες, γίνεται συνήθως, υπό τρεις συνθήκες. 1) Δύο άνθρωποι αποφασίζουν να είναι μαζί και στη συνέχεια ότι επιθυμούν μαζί να αποκτήσουν ένα παιδί, 2) δύο άνθρωποι που έχουν ως βασικό στόχο την απόκτηση παιδιού, έρχονται κοντά με κριτήριο την καταλληλότητα τους ως μελλοντικοί γονείς και 3) μία μη προγραμματισμένη εγκυμοσύνη διαφοροποιεί τα σχέδια ενός ζευγαριού, που ίσως δεν είχε προλάβει να επεξεργαστεί το ενδεχόμενο αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, το ζευγάρι έχει πιθανώς περισσότερο χρόνο να προσαρμοστεί αρχικά στο συντροφικό ρόλο και να προετοιμαστεί σταδιακά για τη μετάβαση στο γονεϊκό. Στις άλλες δύο, ωστόσο, οι σκέψεις και τα συναισθήματα μπορεί να είναι αρκετά πιο συγκεχυμένα και αυτό να φέρει δυσκολίες, αργότερα, μετά τον ερχομό ενός παιδιού.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι βασικό σημείο αναφοράς είναι η επίγνωση της διαφορετικότητας αυτών των ρόλων, αλλά και ο χρόνος προσαρμογής. Ακόμα και στην περίπτωση μιας μη προγραμματισμένης εγκυμοσύνης, η συνειδητοποίηση της διαφοροποίησης των ρόλων, μπορεί να λειτουργήσει πολύ υποστηριχτικά. Αντίθετα, όσο περισσότερο αργεί το ζευγάρι να αναγνωρίσει τη διαφορά, τόσο περισσότερο εντείνεται η δυσφορία και η πιθανότητα να αναπτυχθούν τρίγωνα και συγχωνεύσεις μεταξύ γονέων και παιδιού. Στις περιπτώσεις αυτές, τα όρια μεταξύ γονέων και παιδιών χάνονται, με τον γονέα που δυσφορεί περισσότερο στη συντροφική σχέση να δημιουργεί μία μη λειτουργική σχέση με το παιδί, ώστε να ανακουφίσει, υποσυνείδητα, το άγχος και την απογοήτευση της συντροφικής του ζωής.
Το παιδί τότε αναλαμβάνει έναν ρόλο «φροντιστή» ή «γονέα», εμποδίζοντας τη δική του, ομαλή, ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, ενώ το ζευγάρι απομακρύνεται και σταματά να επικοινωνεί εποικοδομητικά.
Η ύπαρξη τόσων ζευγαριών και οικογενειών που ζουν υπό συνθήκες συναισθηματικής αποξένωσης ή συνεχούς έντασης, καθιστά ουσιαστικό να τονιστεί το ενδεχόμενο ένα ζευγάρι να μην είναι έτοιμο για την απόκτηση ενός παιδιού, ακόμα και μετά από χρόνια συμβίωσης. Δεν είναι αυτονόητο ότι ο συντροφικός – συζυγικός ρόλος συνδυάζεται ή συνδέεται απόλυτα με τον γονεϊκό. Δεν είναι, επίσης, αυτονόητο ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να μεταβεί ομαλά ή γρήγορα από τον ένα ρόλο στον άλλο, ενώ φαίνεται πια πως χρειάζεται να γίνει, κοινωνικά, αποδεκτή η ιδέα ότι αρκετοί άνθρωποι, συνειδητά, δεν επιθυμούν την απόκτηση ενός παιδιού. Η ώριμη αποδοχή, ο σεβασμός και η κατανόηση όλων αυτών, θα μπορέσει να ανακουφίσει χρόνιες πιέσεις και απογοητεύσεις, αλλά και να διασφαλίσει υγιή περιβάλλοντα για την ανάπτυξη και ανατροφή χαρούμενων και ήρεμων παιδιών.