Η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία θεωρείται ταυτόχρονα και ορμόνη. Επιδρά σε όλα τα όργανα του σώματος και επηρεάζει την έκφραση τουλάχιστον 200 γονιδίων με πολλούς διαφορετικούς μηχανισμούς.
Ο οργανισμός προσλαμβάνει τη βιταμίνη D κυρίως μέσω της σύνθεσής της στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας («βιταμίνη του ήλιου»). Μικρή ποσότητα μόνο προσλαμβάνεται από τις τροφές.
Λίγες τροφές περιέχουν βιταμίνη D, όπως ορισμένα «λιπαρά» ψάρια (σολομός, σκουμπρί, τόνος, μπακαλιάρος, πέστροφα, σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά (κρόκος), το βοδινό συκώτι, οι γαρίδες, το σέλερι και τα δημητριακά ολικής άλεσης.
Η έλλειψη βιταμίνης D, όταν δηλαδή τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό πέφτουν κάτω από τα ασφαλή όρια, μπορεί να οδηγήσει σε αποδυνάμωση ή παραμόρφωση του σκελετού.
Διάθεση: Η σεροτονίνη, ουσία που δρα ως ορμόνη και νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο και συνδέεται με την καλή διάθεση, παράγεται χάρη στην έκθεση στον ήλιο. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τη βιταμίνη D, την οποία συνθέτει ο ανθρώπινος οργανισμός χάρη στην έκθεση του δέρματος στην ηλιακή ακτινοβολία. Μελέτη του 2006 εστίασε στην επίδραση της βιταμίνης D στην ψυχική υγεία 80 ηλικιωμένων ασθενών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσοι είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό τους ήταν 11 φορές πιο πιθανό να εκδηλώσουν κατάθλιψη.
Υπερβολικό βάρος: Η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή, επομένως τα αποθέματα λίπους την αντλούν από τον οργανισμό. Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο με αυξημένο ποσοστό λίπους στο σώμα του χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα βιταμίνης D για να παραμείνει υγιές. Το ίδιο ισχύει και για άτομα με αυξημένη μυϊκή μάζα.
Εφίδρωση κεφαλιού: Ένα από τα πρώτα και πιο χαρακτηριστικά σημάδια της έλλειψης βιταμίνης D είναι η εφίδρωση στην περιοχή του κεφαλιού.
Υγεία εντέρου: Μια γαστρεντερική πάθηση που επηρεάζει την ικανότητα απορρόφησης των λιπαρών εμποδίζει την απορρόφηση λιποδιαλυτών ουσιών, όπως η βιταμίνη D. Συχνή είναι η έλλειψη της βιταμίνης σε άτομα που έχουν διαγνωστεί με νόσο του Crohn, κοιλιοκάκη ή ευαισθησία στη γλουτένη και άλλα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.
πηγή: onmed.gr