Γιατροί, Παιδίατρος

“Η φυσιολογική πρόσληψη βάρους στο θηλάζον μωρό” από τον Παιδίατρο Δουλγέρη Κυριάκο

Δουλγέρης Κυριάκος

Παιδίατρος

Απόφοιτος Α.Π.Θ

 

Το βρέφος που θηλάζει αποκλειστικά δεν κερδίζει βάρος με τον ίδιο ρυθμό με το βρέφος που σιτίζεται με ξένο γάλα (φόρμουλα).

Ο “χρυσός κανόνας”, για πρόσληψη βάρους 30gr την ημέρα, για τον 1ο μήνα ζωής, αν και σε γενικές γραμμές ισχύει, μπορεί να τροποποιείται -να καθυστερεί- φυσιολογικά στα θηλάζοντα βρέφη. Άλλωστε όταν έχουμε να κάνουμε με έναν ζωντανό οργανισμό δεν μιλάμε με απόλυτους αριθμούς αλλά με εύρος φυσιολογικών τιμών.

Το ίδιο ισχύει και για την ανάκτηση του βάρους γέννησης μετά από τη φυσιολογική απώλεια βάρους των πρώτων ημερών. Αναμένουμε ότι το βάρος γέννησης θα επανέλθει στην ηλικία των 10 ημερών, ωστόσο βλέπουμε συχνά βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά να επανέρχονται στο βάρος γέννησης την 15η ή και την 20η ημέρα και στη συνέχεια να αυξάνουν ραγδαία το ρυθμό πρόσληψης βάρους.

Η αρχική περίοδος θηλασμού, η περίοδος δηλαδή της επιτυχούς εγκατάστασης, μπορεί σε κάποια παιδιά να είναι πιο παρατεταμένη. Σε αυτή τη φάση το μόνο που απαιτείται είναι η εκτίμηση της τεχνικής του θηλασμού, η πρακτική υποστήριξη και η ενθάρρυνση από τον παιδίατρο, ώστε το δίδυμο μητέρας και παιδιού να τα καταφέρει.

Ειδικά για τα “μικρά” νεογέννητα, δηλαδή τα οριακά τελειόμηνα των 37 εβδομάδων κύησης ή τα οριακά λιποβαρή με βάρος γέννησης στα 2,5 κιλά, είναι σύνηθες να καθυστερούν την αύξηση του ρυθμού πρόσληψης βάρους.

Οι παιδίατροι που έχουμε υψηλά ποσοστά αποκλειστικού θηλασμού στα ιατρεία μας, έχουμε μάθει να τα παρακολουθούμε, να τα περιμένουμε, να τους επιτρέπουμε να έχουν το ρυθμό τους (και ας μην πιάνουν εξαρχής αυτό το πολυπόθητο 30gr τη μέρα).  

Στο 2ο εξάμηνο της ζωής, η μηνιαία αύξηση του βάρους στα θηλάζοντα βρέφη είναι κατά μέσο όρο μικρότερη από αυτή των βρεφών που σιτίζονται με ξένο γάλα. Αυτό είναι φυσιολογικό. Επίσης αυτό είναι και επιθυμητό.

Είναι γνωστή η ευεργετική επίδραση του αποκλειστικού μητρικού θηλασμού στην πρόληψη της παχυσαρκίας και στην υιοθέτηση, ήδη από την μικρή νηπιακή ηλικία, σωστών διατροφικών συνηθειών.

Το μητρικό γάλα είναι «πιο ελαφρύ» καθώς έχει χαμηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες. Οι ανάγκες των βρεφών σε πρωτεΐνη είναι συγκεκριμένες την περίοδο του απογαλακτισμού (κατά μέσο όρο 10,2 gr/24ωρο στην ηλικία 6-12 μηνών). Το μητρικό γάλα έχει την ιδιότητα να μειώνει την περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνη καθώς το βρέφος αναπτύσσεται και λαμβάνει επιπλέον πρωτεΐνες και από τις στερεές τροφές.

Αντίθετα, η υπερβολική πρόσληψη πρωτεΐνης κατά την βρεφική περίοδο, μέσω της αυξημένης συγκέντρωσης των αμινοξέων στο αίμα, προκαλεί την υπερβολική διέγερση της ινσουλίνης και του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα IGF-1. Αυτό οδηγεί σε μεγάλη αύξηση του βάρους του βρέφους και στη δημιουργία λιποκυττάρων και τελικά προδιαθέτει για παχυσαρκία.

Επιπλέον το βρέφος που θηλάζει και κατά συνέχεια το μικρό νήπιο, μαθαίνει να έχει τον έλεγχο της ποσότητας της τροφής του.

Έως πρόσφατα επικρατούσε χάος με τις φυσιολογικές καμπύλες αύξησης που ήταν ενσωματωμένες στο παλιό βιβλιάριο υγείας παιδιού, οι οποίες είχαν προκύψει από στατιστικό δείγμα βρεφών που σιτίζονταν με ξένο γάλα.

Θηλάζοντα βρέφη, ειδικά γύρω στον 6ο μήνα ζωής, όπου η φυσιολογική πρόσληψη του βάρους τους μπορεί να πέσει και κάτω από τα 300 γρ το μήνα, έχουν ταλαιπωρηθεί κατ’ εξακολούθηση με εξετάσεις αίματος και καλλιέργειες ούρων, για υποτιθέμενη ανεπαρκή πρόσληψη βάρους.

Ευτυχώς το νέο βιβλιάριο υγείας παιδιού, που διανέμεται από τον Ιούλιο του 2017, προωθεί με έναν συστηματικό τρόπο τον μητρικό θηλασμό ως αναντικατάστατη τροφή για το βρέφος.

Στο βιβλιάριο αυτό  περιλαμβάνονται οι καμπύλες ανάπτυξης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για θηλάζοντα μωρά σύμφωνα και με τα διεθνή πρότυπα. Πλέον μπορούμε εύκολα να αποφύγουμε τα λάθος συμπεράσματα στα οποία οδηγούσαν οι προηγούμενες καμπύλες. Η χρήση των καμπυλών του ΠΟΥ οδηγεί σε πιο ακριβείς (χαμηλότερες) συχνότητες διάγνωσης κακής θρέψης (υποθρεψίας) και χαμηλού ύψους και (υψηλότερες) συχνότητες υπέρβαρου και παχυσαρκίας.

ΣΙΤΙΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΡΕΣΜΟΥ

Το βρέφος που θηλάζει αποκλειστικά μαθαίνει να τρώει με βάση το αίσθημα του κορεσμού, δηλαδή τρώει όταν πεινάει και σταματάει να τρώει όταν πλέον έχει χορτάσει. Αυτό διότι ο γονιός δεν έχει τον έλεγχο του «πότε» και του «ποσό τρώει», καθώς το μωρό αντλεί από το στήθος όσο πραγματικά του χρειάζεται και όποτε αυτό θέλει.

Τα βρέφη αποφεύγουν τις υπερβολικές για το μικρό στομάχι τους ποσότητες που συνήθως τους προσφέρονται στα μπιμπερό. Επίσης γλυτώνουν και από την επιμονή μαμάδων, μπαμπάδων και νταντάδων για να αδειάσει το μπιμπερό.

Ο θηλασμός παρέχει εναλλαγή  γεύσεων στο μωρό, ανάλογα με το διαιτολόγιο της μητέρας, καθώς οι τροφές που καταναλώνει η μαμά περνάνε στο γάλα και αλλάζουν τη γεύση του. Έτσι, οι σωστές διατροφικές συνήθειες της μαμάς, μπορούν να επηρεάζουν την γεύση του γάλακτος και να συνηθίζουν τα βρέφη να αγαπάνε από μικρή ηλικία την γεύση των υγιεινών τροφών.

Μέσα από τη διαδικασία του αποκλειστικού μητρικού θηλασμού η φύση κάνει τη δουλειά της για να αναπτυχθεί ένας νέος υγιής οργανισμός, ο οποίος προτιμά τα μικρά και συχνά γεύματα και καταναλώνει όσες θερμίδες έχει πραγματικά ανάγκη. Η ευεργετική επίδραση του θηλασμού φαίνεται άμεσα στο επόμενο βρεφικό στάδιο, της εισαγωγής των στερεών τροφών. Τα βρέφη του αποκλειστικού θηλασμού συνεχίζουν να ελέγχουν την ποσότητα της τροφής με βάσει το αίσθημα του κορεσμού τους.

Καταναλώνουν μικρότερες ποσότητες- αν δεν αρχίσει η πίεση με το κουτάλι-, είναι επιλεκτικά, δείχνουν σαφή προτίμηση για τα πράσινα λαχανικά και τις όξινες γεύσεις και λιγότερη αγάπη για τα γλυκές γεύσεις.

Αρκεί οι γονείς να αφήσουν ελεύθερο το παιδάκι τους στη πρώτη νηπιακή ηλικία, να επιλέξει αυτά που θέλει να φάει και να λείψει παντελώς η πίεση για να αδειάζει το πιάτο.

Θα έχουν βάλει τις βάσεις για την ανάπτυξη ενός υγιούς παιδιού, σωματικά και πνευματικά.

Με τον μηχανισμό του ο μητρικός θηλασμός προστατεύει μακροπρόθεσμα τα παιδιά από υπέρταση, αυξημένη χοληστερίνη, σακχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακά προβλήματα.