Γιατροί, Ορθοπαιδικός

Τενοντίτιδες άνω άκρου και Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,  ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ

Ένας σημαντικός αριθμός ασθενών που προσέρχονται στο ορθοπαιδικό ιατρείο αναφέρουν πόνο σε κάποιο σημείο ενός άνω άκρου. Οι συχνότερες παθήσεις που παρουσιάζονται αφορούν τον ώμο , την άκρα χείρα και τον αγκώνα. Θα αναφερθούμε στις πιο συνηθισμένες από αυτές και συγκεκριμένα 1) στην τενοντίτιδα του ώμου και κυρίως στο σύνδρομο του στροφικού πετάλου όπως είναι το πιο σωστό 2) στην επικονδυλίτιδα του αγκώνα3)στην τενοντίτιδα του αντίχειρα –τενοντοελυτρίτιδα de Quervain-4) στον εκτεινασσόμενο δάκτυλο και 5) στο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα.

Οι παθήσεις που αναφέρθηκαν είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων αποτέλεσμα υπερβολικής καταπόνησης του άνω άκρου , λανθασμένου  τρόπου εκτέλεσης εργασιών και λανθασμένης στάσης σώματος. Αποτελούν όλες σύνδρομα υπέρχρησης.

Το σύνδρομο του στροφικού  πετάλου του ώμου, που πολλές φορές περιγράφεται σαν ‘περιαρθρίτιδα,’ αφορά σε παθολογία ενός ή περισσότερων τενόντων του ώμου και μπορεί να οφείλεται σε απλή φλεγμονή  του τένοντα ή σε φλεγμονή λόγω προστριβής του τένοντα στο υπερκείμενο οστούν-σύνδρομο πρόσκρουσης. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια και περιλαμβάνουν κυρίως πόνο στον ώμο και στο άνω άκρο του βραχιονίου, που συνήθως επιδεινώνεται σε κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις  που ποικίλουν, ανάλογα με το ποιος τένοντας πάσχει. Χαρακτηριστική είναι η επιδείνωση του άλγους τις νυκτερινές ώρες  γιατί ασθενής δε βρίσκει θέση ανακούφισης από τον πόνο όταν ξαπλώνει. Η διάγνωση γίνεται κυρίως από την λεπτομερή κλινική εξέταση ,ενώ ο απεικονιστικός έλεγχος με υπέρηχο ή μαγνητική τομογραφία απαιτείται κυρίως σε επίμονες και χρονίζουσες περιπτώσεις όταν υπάρχει πιθανότητα να χρειασθεί χειρουργική αντιμετώπιση. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη, πάγο και παυσίπονα που βοηθούν κυρίως στην οξεία φάση. Στη συνέχεια και σε χρόνιες περιπτώσεις γίνεται φυσιοθεραπεία και ειδικές ασκήσεις ενδυνάμωσης. Επίσης μπορεί να γίνει τοπική έγχυση κορτιζόνης που ανακουφίζει συνήθως γρηγορα από τον πόνο, η οποία όμως δεν πρέπει να επαναληφθεί περισσότερες από 2-3 φορές,  γιατί οδηγεί σε μεγαλύτερη φθορά των τενόντων. Εναλλακτικά μπορεί να γίνει  έγχυση υαλουρονικού που επίσης βοηθά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, ενώ δεν έχει τις ανεπιθύμητες ενέργειες των κορτικοστεροειδών,  ενώ τελευταία  εφαρμόζεται η έγχυση αυτόλογων αιμοπεταλίων ( PRP) . Η τελευταία αυτή μέθοδος περιλαμβάνει τη ληψη μιας μικρής ποσότητας αίματος από τον ασθενή και μετά από επεξεργασία γίνεται έγχυση στο πάσχον σημείο. Είναι μια θεραπεία που εφαρμόζεται και σε τενοντίτιδες άλλων σημείων του σώματος.  Τέλος γίνονται και κάποιες εγχύσεις τοπικά με διάφορα άλλα σκευάσματα (κολλαγόνο, όζον κλπ)  τα οποία όμως δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι βοηθούν ικανοποιητικά και σε βάθος χρόνου.Σε ορισμένες  δε περιπτώσεις ανθεκτικών στη συντηρητική θεραπεία τενοντίτιδων, προβαίνουμε σε χειρουργική αντιμετώπιση που γίνεται συνήθως  αρθροσκοπικά και συνίσταται είτε σε ακρωμιοπλαστική και αποσυμπίεση του στροφικού πετάλου είτε και σε αποκατάσταση μερικής ή και πλήρους ρήξης του τένοντα  που διαπιστώνεται κάποιες φορές. Ανάλογα με το είδος της επέμβασης που απαιτείται, καθορίζεται και η μετεγχειρητική αποκατάσταση . Τα αποτελέσματα των επεμβάσεων αυτών είναι πολύ ικανοποιητικά.

Η επικονδυλίτιδα του αγκώνα είναι επίσης μια μορφή τενοντίτιδας που προκαλείται από υπερβολική καταπόνηση. Εκδηλώνεται με πόνο σε ορισμένες κινήσεις του καρπού και του αντιβραχίου. Αν αντιμετωπισθεί εγκαίρως , συνήθως ανταποκρίνεται καλά σε θεραπεία με αντιφλεγμονώδη αγωγή, ενώ αν καθυστερήσει η αντιμετώπιση , τότε μπορεί να γίνει χρόνια και να χρειασθεί να προβούμε σε θεραπείες ανάλογες με αυτές της τενοντίτιδας του ώμου, συνηθέστερα σε φυσιοθεραπεία και τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών.

Η τενοντοελυτρίτιδαDeQuervainόπως λέγεται, αφορά στο έλυτρο 2 τενόντων, του μακρού απαγωγού και του βραχέος εκτείνοντα του αντίχειρα. Εκδηλώνεται με πόνο στην περιοχή του καρπού και επιδεινώνεται σε κινήσεις που απαιτούν την άσκηση δύναμης από τον αντίχειρα. Εμφανίζεται συχνά σε άτομα που ασχολούνται με τη φροντίδα μωρών. Απαιτείται έγκαιρη αντιμετώπιση με ανάπαυση με χρήση νάρθηκα, αντιφλεγμονώδη αγωγή και κρυοθεραπεία.  Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ωφέλιμη η φυσιοθεραπεία, ενώ η έγχυση κορτιζόνης τοπικά πρέπει να γίνεται με φειδώ λόγω του αυξημένου κινδύνου για ρήξη που έχουν αυτοί οι τένοντες. Μπορούν να γίνουν τοπικά μέχρι δύο εγχύσεις κορτικοστεροειδών, σε περίπτωση όμως υποτροπής συνιστάται η χειρουργική αντιμετώπιση που γίνεται συνήθως υπό τοπική αναισθησία.  Η αυξημένη πιθανότητα για ρήξη είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να επιτρέπεται να χρονίζει η τενοντίτιδα αυτή, καθώς η αντιμετώπιση της ρήξης του τένοντα είναι πολύ δυσχερέστερη από το τη χειρουργική αντιμετώπιση της τενοντοελυτρίτιδας.

Ο εκτεινασσόμενος δάκτυλος  όπως λέγεται είναι επίσης μια μορφή τενοντοελυτρίτιδας και μπορεί να παρουσιασθεί σε οποιοδήποτε δάκτυλο του χεριού ενώ πολύ συχνά εμφανίζεται σε πολλά δάκτυλα ταυτόχρονα. Είναι πιο συχνό στις γυναίκες και σε άτομα που έχουν σακχαρώδη διαβήτη ή ρευματοειδή αρθρίτιδα. Εκδηλώνεται συνήθως με δυσκολία στην έκταση του δακτύλου που απελευθερώνεται με ένα ‘κλικ’και μπορεί να συνοδεύεται από πόνο στην παλάμη και κατά μήκος του δακτύλου. Μερικές φορές υπάρχει αδυναμία έκτασης του δακτύλου ειδικά τις πρωινές ώρες. Η αντιμετώπιση είναι παρόμοια με τις προηγούμενες περιπτώσεις τενοντίτιδας, εδώ όμως πιο συχνά απαιτείται η έγχυση κορτιζόνης  για την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Η χειρουργική αντιμετώπιση με διάνοιξη του ελύτρου, όταν η συντηρητική θεραπεία δεν αποδώσει , γίνεται υπό τοπική αναισθησία .

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι πολύ συχνό κυρίως στις γυναίκες και σε άτομα που καταπονούν τα χέρια τους στην εργασία ή χρησιμοποιούν μηχανήματα με κραδασμούς. Εμφανίζεται επίσης συχνά στην περίοδο της εγκυμοσύνης και υποχωρεί μετά το πέρας της. Το κυριότερο σύμπτωμα είναι το μούδιασμα των 3 δακτύλων ( αντίχειρα, δείκτη και μέσου) και μερικές φορές και του παράμεσου, που εμφανίζεται είτε κατά τη διάρκεια κάποιας εργασίας που καταπονεί τον καρπό, είτε συχνότερα τη νύχτα , και διαταράσσει τον ύπνο του ασθενούς , που πρέπει συνήθως να κουνήσει ή να ‘τινάξει’ το χέρι του για να ξεμουδιάσει. Σε χρόνιες και παραμελημένες περιπτώσεις παρουσιάζεται επίσης αδυναμία στο χέρι και ατροφία των μυών, που κάνουν δύσκολη τη συγκράτηση μικρών κυρίως αντικειμένων.  Προκαλείται από πίεση του μέσου νεύρου μέσα στο κανάλι που κείτεται στον καρπό. Πέρα από την κλινική εικόνα και το ιστορικό, που είναι συνήθως χαρακτηριστικά και θέτουν και τη διάγνωση, η επιβεβαίωση, ειδικά σε μη τυπικές περιπτώσεις, γίνεται με ηλεκτρομυογραφικό έλεγχο. Η δε θεραπεία εστιάζει αρχικά στην ανάπαυση κυρίως με χρήση νάρθηκα , μπορεί να γίνει και εδώ τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών,  οριστική θεραπεία όμως είναι μόνο η χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου.

Συμπερασματικά τα ανωτέρω σύνδρομα υπέρχρησης όπως ονομάζονται , πρέπει να αντιμετωπίζονται έγκαιρα και στοχευμένα από ειδικό ορθοπεδικό, γιατί όταν επιτρέπεται να χρονίζουν , είναι δυσχερέστερη η αντιμετώπιση τους και συχνά τότε απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την οριστική θεραπεία τους.