Ένα απλό τεστ ούρων μπορεί να ανιχνεύσει μέσα σε μόλις τρία λεπτά μία από τις πιο επικίνδυνες επιπλοκές που συνδέονται με την εγκυμοσύνη, την προεκλαμψία. Αυτό ανέφεραν ερευνητές του Κολεγίου Ιατρικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, του Ιατρικού Κέντρου Wexner του ίδιου Πανεπιστημίου καθώς και του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Nationwide σε δημοσίευσή τους στο «E-Clinical Medicine» της ιατρικής επιθεώρησης «The Lancet».
Ανώτερο το «κόκκινο» τεστ
Συγκεκριμένα, οι ειδικοί σχεδίασαν ένα εργαλείο που εντοπίζει την προεκλαμψία μέσω ενός φθηνού, μη παρεμβατικού κλινικού τεστ που βασίζεται στη χρήση μιας κόκκινης χρώσης η οποία βάφει ένα ειδικό χαρτί αντιδρώντας σε συγκεκριμένες πρωτεΐνες που εντοπίζονται στα ούρα των εγκύων με προεκλαμψία. Το τεστ μάλιστα εφαρμόστηκε πιλοτικά στο πλαίσιο κλινικής μελέτης στο Ιατρικό Κέντρο Wexner. «Πρόκειται για την πρώτη κλινική δοκιμή με χρήση του διαγνωστικού τεστ Congo Red Dot (CRD) και ο μηχανισμός αποδείχθηκε ανώτερος από άλλες υπάρχουσες εξετάσεις στη θετική ή στην αρνητική διάγνωση της προεκλαμψίας» ανέφερε η δρ Κάρα Ρουντ, πρώτη συγγραφέας της μελέτης, ειδική στην εμβρυομητρική ιατρική στο Ιατρικό Κέντρο Wexner και προσέθεσε ότι «τα ευρήματά μας θα έχουν τεράστια επίδραση στην υγεία πολλών γυναικών και των παιδιών που κυοφορούν». Η προεκλαμψία είναι μία από τις πιο επίφοβες επιπλοκές της κύησης, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση, διάχυτα οιδήματα (στα άκρα αλλά και στο πρόσωπο) καθώς και εμφάνιση πρωτεΐνης στα ούρα. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να επηρεαστεί η λειτουργία των νεφρών, του ήπατος και του εγκεφάλου και να παρατηρηθούν σοβαρές διαταραχές της πήξης του αίματος. Η διαταραχή συνήθως εμφανίζεται μετά τη συμπλήρωση 20 εβδομάδων κύησης σε γυναίκες που μέχρι το σημείο εκείνο είχαν φυσιολογική αρτηριακή πίεση. Ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και 3 έως 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Σήμερα η διάγνωση της προεκλαμψίας, η οποία αποτελεί την κύρια αιτία για την οποία οι μαιευτήρες αποφασίζουν να προχωρήσουν σε πρόωρο τοκετό, γίνεται μέσω του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης της εγκύου αλλά και του εντοπισμού συγκεκριμένων πρωτεϊνών στα ούρα της.
«Η προεκλαμψία εμφανίζεται ως και στο 8% των κυήσεων. Η μεγάλη πρόκληση είναι ότι πρόκειται για μια προοδευτική κατάσταση και δεν έχει την ίδια προοδευτική πορεία στην κάθε γυναίκα» σημείωσε η δρ Ρουντ, που είναι επίσης επίκουρη καθηγήτρια Εμβρυομητρικής Ιατρικής στο Κολέγιο Ιατρικής του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο. «Ορισμένες γυναίκες μπορεί να πάσχουν από τη διαταραχή επί εβδομάδες προτού εμφανίσουν συμπτώματα, ενώ άλλες μπορεί να παρουσιάσουν πολύ σοβαρή νόσο μέσα σε λίγες μόνο ημέρες».
Μεγάλο ποσοστό ακριβείας
Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι ερευνητές μελέτησαν 346 γυναίκες οι οποίες είχαν εμφανίσει υψηλή αρτηριακή πίεση και πιθανή προεκλαμψία. Χρησιμοποίησαν το τεστ ούρων CRD το οποίο παρέχει αποτελέσματα εντός τριών λεπτών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, 89 έγκυες γυναίκες διαγνώστηκαν με προεκλαμψία. Από αυτές 79% οδηγήθηκαν σε πρόωρο τοκετό λόγω προεκλαμψίας (τοκετός στις 33 εβδομάδες κύησης κατά μέσο όρο).
Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε ότι το τεστ CRD ήταν ανώτερο των άλλων βιοχημικών τεστ στη διάγνωση της πάθησης, με ποσοστό ακριβείας της τάξεως του 86%. «Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι το τεστ CRD είναι ένα απλό διαγνωστικό εργαλείο που παρέχει απάντηση πολύ γρήγορα μετά τη λήψη του δείγματος και το οποίο επιτρέπει πολύ ακριβή διάγνωση της προεκλαμψίας» σημείωσε η δρ Ρουντ.
Αν η προεκλαμψία δεν ανιχνευθεί εγκαίρως μπορεί να οδηγήσει σε εκλαμψία, μία από τις πέντε κύριες αιτίες σοβαρής νόσου σε μητέρες και μωρά – συμπεριλαμβανομένων επιληπτικών κρίσεων και κώματος – η οποία είναι επίσης υπαίτια για το 13% των θανάτων εγκύων παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τη δρα Ρουντ το νέο τεστ θα μπορεί να εφαρμόζεται στα καθιερωμένα ραντεβού που πραγματοποιούν οι έγκυες με τον μαιευτήρα-γυναικολόγο τους αλλά να αποτελέσει επίσης πολύ χρήσιμο εργαλείο σε αναπτυσσόμενες χώρες όπου υπάρχει έλλειψη κατάλληλων υποδομών.
Πηγή: in.gr