Τον χειμώνα ο ξηρός αέρας στο δωμάτιο κατά τη διάρκεια του ύπνου είναι συχνή αιτία ρινορραγίας τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά.
«Η επίσταξη, όπως ονομάζεται αλλιώς η ρινορραγία, είναι μια πολύ συχνή κατάσταση, αφού οι άνθρωποι τη βιώνουν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, με οποιαδήποτε αφορμή. Η έλλειψη ατμοσφαιρικής υγρασίας, ανεξαρτήτως εποχής ή συνθήκης, αποτελεί τον πιο συνηθισμένο παράγοντα ρινορραγίας. Ο ξηρός αέρας προκαλεί ξηρότητα και μικροσχισίματα στο βλεννογόνο της, ο οποίος έχει μεγάλο αριθμό αιμοφόρων αγγείων κοντά στην επιφάνεια. Αυτά τα σκισίματα κάνουν τα αγγεία να αιμορραγούν, μερικές φορές πολύ», εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας. «Ο επιφανειακός ιστός των αιμοφόρων αγγείων τραυματίζεται εύκολα, και στα μικρά παιδιά συχνά στον ύπνο τους επειδή βάζουν το δάκτυλο στη μύτη ή την τρίβουν ασυνείδητα», συμπληρώνει.
Και στις δύο περιπτώσεις η επίσταξη που προκαλείται είναι πρόσθια, ο συνηθέστερος τύπος, προέρχεται σχεδόν πάντα από το διάφραγμα και δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία. Κι αυτό επειδή αφενός το αίμα ρέει προς τα έξω, αφετέρου οι αιτίες είναι λιγότερο σοβαρές. Ο άλλος τύπος ρινορραγίας είναι η οπίσθια, η οποία προέρχεται από μεγαλύτερα αγγεία που βρίσκονται στο βάθος της μύτης. Είναι πιο η επικίνδυνη από τους δύο τύπους, διότι η ποσότητα είναι αισθητά μεγαλύτερη, διαρκεί συνήθως περισσότερο και υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην εφαρμογή τοπικής πίεσης με την οποία θα μπορούσαμε να την σταματήσουμε.
Ρινορραγία κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορεί να προκληθεί, επίσης, όταν ο πάσχων αντιμετωπίζει κάποια αναπνευστική λοίμωξη, τα συμπτώματα της οποίας επιδεινώνονται το βράδυ. Η αυξημένη έκκριση βλέννας και το συνεχές φύσημα ή σκάλισμα της μύτης, καθώς και το φτέρνισμα που ενδεχομένως να σπάσει μικρά αγγεία, μπορεί να γίνουν αιτίες ρινορραγίας.
Στους ενήλικες οι πιθανότητες επίσταξης αυξάνονται όταν θέλοντας να χαλαρώσουν από την ένταση της ημέρας καταναλώνουν μερικά ποτά το βράδυ. Κι αυτό διότι το αλκοόλ έχει την ιδιότητα να διευρύνει τα επιφανειακά αιμοφόρα αγγεία στο εσωτερικό της μύτης. Σε ορισμένες περιπτώσεις παίζει ρόλο η διαταραχή στην πήξη του αίματος, όπως συμβαίνει όταν ο ασθενής λαμβάνει φάρμακα (συνηθέστερα αντιπηκτικά ή και ορισμένα ακόμη όπως για παράδειγμα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη). Επίσης, υπάρχουν και άλλου είδους φάρμακα και συμπληρώματα διατροφής (π.χ. τζίντζερ, βιταμίνη Ε) που δύνανται να αυξήσουν την προδιάθεση για ρινορραγίες. Γι’ αυτό η χρήση τους πρέπει να γίνεται κατόπιν σύστασης του προσωπικού ιατρού, ο οποίος μπορεί να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της λήψης τους.
Βεβαίως, όταν τα φάρμακα γίνονται η αιτία της ρινορραγίας, αυτή μπορεί να προκύψει σε κάθε στιγμή του 24ώρου και όχι αποκλειστικά το βράδυ. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και όταν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε επέμβαση, όταν έχει κάποιο όγκο ή άλλο γνωστό πρόβλημα. Ασφαλώς σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η άμεση ενημέρωση του γιατρού είναι απαραίτητη.
Ωστόσο, ο εξειδικευμένος στις ρινοπλαστικές Δρ. Μοιρέας διευκρινίζει ότι η σοβαρή αιμορραγία μετά από μια αισθητική ή λειτουργική επέμβαση στη μύτη είναι εξαιρετικά σπάνια και ουσιαστικά μόνο όταν αυτή εκτελείται με παλαιότερες μεθόδους και εργαλεία. Σύμφωνα με στοιχεία, το ποσοστό είναι μικρότερο του 1%. «Η επίσταξη είναι μία επιπλοκή που μπορεί να προκύψει μετεγχειρητικά. Όταν, όμως, η επέμβαση πραγματοποιείται με τη χρήση εργαλείων τελευταίας τεχνολογίας είναι εφικτή ακόμα και η εξάλειψη του κινδύνου. Η ένταξη των υπερήχων στη φαρέτρα των ρινοπλαστικών επιτρέπει την εκτέλεση των επεμβάσεων χωρίς να σπάνε οστά, όταν αυτό δεν είναι απαραίτητο, αλλά να σμιλεύονται χωρίς να επηρεάζονται οι μαλακοί ιστοί (όπως δέρμα, βλεννογόνοι, αγγεία και νεύρα). Κι αυτό επειδή οι υπέρηχοι δεν ξεπερνάνε σε συχνότητα τα 29 kHz, ενώ για να επηρεαστούν τα μαλακά μόρια απαιτούνται συχνότητες άνω των 50kHz», εξηγεί ο Δρ. Μοιρέας.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει βοηθήσει σε ένα ακόμα σημείο: στην απαλλαγή από την πιο συνηθισμένη αρνητική έκβαση της ρινοπλαστικής, την αποτυχία να επιτευχθεί το επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα, λόγω παρεξηγήσεων και παρερμηνείας κατά την συνεννόηση μεταξύ ασθενή και χειρουργού. Αυτή έχει πάψει να υφίσταται με τη χρήση λογισμικού που επιτρέπει την τρισδιάστατη προσομοίωση του αποτελέσματος της ρινοπλαστικής πριν να οδηγηθούμε σε αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση, όταν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε επέμβαση με την κλασική μέθοδο και παρουσιάσει ρινορραγία, ο έμπειρος χειρουργός είναι σε θέση να την αντιμετωπίσει εύκολα. Ακόμα και σε περιπτώσεις έντονης αιμορραγίας από τη μύτη, είτε αυτή είναι πρόσθια είτε οπίσθια, η τοποθέτηση ταμπόν μπορεί να τη σταματήσει.
Πλην των πολύ σοβαρών ρινορραγιών – δηλαδή όταν ο πάσχων έχει δυσκολία στην αναπνοή, κουρασμένη και χλωμή όψη, δύσοσμες εκκρίσεις από τη μύτη, χάνει αίμα και από άλλο σημείο, έχει και άλλα συμπτώματα, και φυσικά στην περίπτωση αποτυχίας αντιμετώπισης αιμορραγίας στο σπίτι, οπότε πρέπει να αποταθεί το συντομότερο στο πλησιέστερο νοσοκομείο – υπάρχουν ορισμένα απλά βήματα που πρέπει να ακολουθούνται πιστά για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Όπως μας εξηγεί ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας:
«Αρχικά, πρέπει να είμαστε ήρεμοι διότι η ρινορραγία δεν είναι κάτι ανεξέλεγκτο και μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε πολύ αποτελεσματικά. Καλό είναι ο ασθενής να καθίσει, ώστε να αποφευχθεί τυχόν ζαλάδα, πτώση και χτύπημα. Στη συνέχεια θα πρέπει να γείρει πολύ ελαφρά προς τα μπροστά (και όχι προς τα πίσω, όπως λανθασμένα πιστεύουν πολλοί), να τοποθετήσει ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι βαμβάκι με οξυζενέ μέσα στη μύτη (στο ένα ή και τα δύο ρουθούνια) και να πιέζει σταθερά τα ρουθούνια προς το διάφραγμα επί 10 λεπτά με το ρολόι. Μετά την παρέλευση του 10λέπτου διακόπτουμε την πίεση για να δούμε ότι η ρινορραγία έχει σταματήσει. Προσοχή, δεν αφαιρούμε το βαμβάκι από το εσωτερικό της μύτης γιατί θα βγάλουμε έτσι το πήγμα και θα ξαναρχίσει η ρινορραγία. Το βαμβάκι το αφαιρούμε προσεκτικά, βρέχοντάς το με λίγο νερό μετά από τουλάχιστον 4 ώρες από την εφαρμογή του. Εάν με την απελευθέρωση της πίεσης ξαναρχίζει η ρινορραγία τότε βάζουμε ένα μεγαλύτερο βαμβάκι με οξυζενέ και πιέζουμε λίγο πιο προσεκτικά για 20 λεπτά. Εάν και πάλι δεν σταματήσει το πρόβλημα, τότε ο ασθενής πρέπει να αναζητήσει ιατρική βοήθεια».
Πηγή: onmed.gr