Σε διαδικτυακή συζήτηση, που είχε γίνει την 1η Ιουνίου, ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας είχε ομολογήσει πως στην αρχή της επιδημίας κάναμε 800 τεστ για κορωνοϊό την ημέρα, ενώ τώρα μπορούμε έως και 10.000.
Στην πραγματικότητα, ο ημερήσιος ρυθμός των τεστ έχει παραμείνει σταθερά κοντά στα 3.000, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Ο προβληματισμός εντείνεται από τις δειγματοληπτικές εξετάσεις, στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση που έρθει φέτος στη χώρα μας το ένα τρίτο όσων είχαν έρθει πέρυσι (33 εκατομμύρια), περιμένουμε πάνω από 10 εκατομμύρια επισκέπτες σε μία περίοδο περίπου 100 ημερών.
Αυτό σημαίνει πως θα φτάνουν καθημερινά 100.000 επισκέπτες. Στην περίπτωση που γίνουν δειγματοληπτικές εξετάσεις στο 5%, απαιτούνται – μόνο για αυτούς – 5.000 τεστ την ημέρα.
Κατά την πρώτη μέρα “ανοίγματος” της χώρας, περίπου 5.500 ξένοι επισκέπτες έφθασαν με αεροπορικές πτήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και από αυτούς οι 1.560 υποβλήθηκαν υποχρεωτικά σε διαγνωστικά τεστ, καθώς προέρχονταν από χώρες με επιβαρυμένο επιδημιολογικό ιστορικό.
Η εμπειρία δείχνει πως τα τεστ για τον κορωνοϊό ήταν πάντα η αχίλλειος πτέρνα μας. Τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνουν πως στις αρχές του περασμένου μήνα αναλογούσαν στην Ελλάδα μόλις 7,5 τεστ ανά 1.000 κατοίκους, όταν η αναλογία στην Ισλανδία ήταν 147,6 και στο Λουξεμβούργο 75,8 (πίνακας πιο κάτω).
Από τότε, η κατάσταση έχει βελτιωθεί για την Ελλάδα, όπου η αναλογία είναι περίπου 23,1 εξετάσεις ανά 1.000 κατοίκους, αλλά το ίδιο έχει προφανώς συμβεί και στις υπόλοιπες χώρες. Ενδεικτικό είναι το στοιχείο πως στις 4 Μαΐου ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 27,7 ανά 1.000.
Εξετάσεις για κορωνοϊό ανά 1.000 κατοίκους
Διαγωνισμός
Τις περιορισμένες δυνατότητες διενέργειας τεστ ομολογεί και ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας Παναγιώτης Πρεζεράκος, σε έγγραφο που διέρρευσε προ ημερών και δεν έχει διαψευστεί.
Το έγγραφο απευθύνεται στον πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) Παναγιώτη Αρκουμανέα και τού ζητείται να εντάξει τις εξετάσεις σε έναν εθνικό σχεδιασμό, βάσει της σχέσης κόστους – ωφέλειας για τη Δημόσια Υγεία:
“Η δυνατότητα της χώρας για διενέργεια των συγκεκριμένων εξετάσεων δεν είναι απεριόριστη”, τονίζεται.
Για να καλυφθεί μέρος των αναγκών, ο ΕΟΔΥ προχωρεί σε επείγουσα προμήθεια 200.000 τεμαχίων κιτ για λήψη δειγμάτων.
Το κόστος της προμήθειας ανέρχεται σε 806.400 ευρώ και έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ. Ο ΕΟΔΥ ζητεί τις επόμενες μέρες τα μισά κιτ της παραγγελίας και σε ένα μήνα τα υπόλοιπα.
Η προμήθεια του υλικού δεν είναι το μόνο εμπόδιο, καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι δυνατότητες διενέργειας των εξετάσεων από το υπάρχον σύστημα.
Από τον παρακάτω πίνακα προκύπτει ξεκάθαρα πως οι δυνατότητες είναι απολύτως συγκεκριμένες.
Τεστ κορωνοϊού στην Ελλάδα*
* Στις 11 Ιουνίου, ο αριθμός των τεστ φαίνεται μικρότερος από εκείνον της προηγούμενης μέρας, όπως δόθηκε από τον ΕΟΔΥ. Από τις 4 Ιουνίου, όταν και είχε σταματήσει η ημερήσια ενημέρωση, έως τις 8 του ίδιου μήνα που επαναλήφθηκε, φαίνεται πως είχαν διενεργηθεί 35.590 τεστ ή 8.897 την ημέρα. Πρόκειται για “ρεκόρ” ή κάποιο λάθος στην καταμέτρηση.
ΚΟΜΥ
Η αυξημένη ζήτηση για εξετάσεις, η οποία εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το επόμενο διάστημα, εκτιμάται ότι μπορεί να καλυφθεί με τις Κινητές Ομάδες Υγείας (ΚΟΜΥ).
Ο αρχικός σχεδιασμός προβλέπει 500 αυτοκίνητα του ΕΟΔΥ, τα οποία θα επισκέπτονται ολόκληρη τη χώρα και θα λαμβάνουν δείγματα για εξέταση κορωνοϊού.
Μέχρι τα τέλη της περασμένης εβδομάδας, οι ΚΟΜΥ είχαν κάνει 1.577 αποστολές σε 48 Περιφερειακές Ενότητες, λαμβάνοντας 32.481 δείγματα προς εξέταση.
Στη νησιωτική χώρα, βρίσκονται μόλις 9 ΚΟΜΥ, ενώ ο σχεδιασμός προβλέπει τη λειτουργία 106 μονάδων σε νησιά με τουριστική κίνηση.
Την ανάγκη αυξημένης ικανότητας τεστ για τον κορωνοϊό επισημαίνουν στην πρόσφατη έκθεσή τους οι επιστήμονες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αναφοράς Νοσημάτων (ECDC).
Όπως αναφέρουν, οι κύριοι πυλώνες που προτείνει το ECDC, είναι ο συντονισμός των υπηρεσιών σε επίπεδο χώρας, οι δυνατότητες για εργαστηριακές αναλύσεις, η διαχείριση των κρουσμάτων, η διατήρηση βασικών υπηρεσιών Υγείας και η πρόληψη των λοιμώξεων.
ΠΗΓΗ: iatronet