Ελλάδα

«Κατρακυλάμε» στο προσδόκιμο ζωής

Στη 18η θέση στην κατάταξη των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το δείκτη του προσδόκιμου ζωής πέφτει η Ελλάδα.

Κακές είναι οι επιδόσεις των Ελλήνων σχεδόν σε κάθε τομέα που θα τους επέτρεπε να ζήσουν περισσότερα χρόνια, με καλύτερη ποιότητα ζωής. Σύμφωνα, λοιπόν, με τρέχουσες έρευνες του (2019), η Ελλάδα πλέον κατατάσσεται στη 18η θέση, όπως ανέφερε ο Γιάννης Τούντας, Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στο πλαίσιο Διάλεξης του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Στο διάστημα μεταξύ 1990-2015 η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής  από τα 77,2 χρόνια στα 81,1. Παρόλα αυτά, η θέση της χώρας μας στην κατάταξη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών έπεσε από την 3η στην 12η , αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ακόμα μεγάλο περιθώριο βελτίωσης στις συνθήκες ζωής των Ελλήνων, αλλά και στις πολιτικές υγείας.

Αντίστοιχα, εκτίμηση του 2018 του CIA Factbook τοποθετεί την Ελλάδα στην 31η θέση διεθνώς…

Κατά τον κ. Τούντα, η μεγαλύτερη αύξηση του προσδόκιμου ζωής που εμφάνισαν οι υπόλοιπες οφείλεται κυρίως στην έμφαση που δόθηκε σε θετικούς παράγοντες, πέραν της βελτίωσης των συστημάτων υγείας, όπως είναι αφ’ ενός η στροφή στην υγιεινή ζωή που βασίζεται σε σωστή διατροφή, σωματική άσκηση και  μείωση του καπνίσματος και αφ’ ετέρου στη θέσπιση ισχυρής πολιτικής για την πρόληψη και την κοινωνική αλληλεγγύη.

Έχει, δε, καταγραφεί η αδιαφορία των Ελλήνων στις οδηγίες της Μεσογειακής διατροφής, ενώ σε μεγάλο ποσοστό (40%) δεν ασκούνται. Ανησυχητικά είναι επίσης και τα στοιχεία της έρευνας Hellas Health VI (2015) που δείχνουν ότι μόνο το 41% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας έχει κανονικό βάρος, δηλαδή Δείκτη Μάζας Σώματος μικρότερο από 25, όπως ανέφερε ο κ. Τούντας.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2014, βασικές αιτίες θανάτου στην Ελλάδα,  είναι τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (40,3%), τα νεοπλάσματα (25,6%) και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (10,8%). Οι κυριότεροι προδιαθεσικοί παράγοντες για θάνατο στη χώρα μας είναι η υπέρταση (25%), το κάπνισμα (19,3%), η υψηλή χοληστερόλη (11,6%), η παχυσαρκία (8,3%), η ελλειπής σωματική άσκηση (5%) κ.α., Ο κ. Τούντας τόνισε, ότι είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό από τον πληθυσμό ότι το 75% των παραγόντων που οδηγούν σε πρόωρο θάνατο μπορούν να ελεγχθούν και να αντιμετωπιστούν σε σημαντικό βαθμό μέσω της πρόληψης.

Προληπτικός έλεγχος

Χαμηλά είναι τα ποσοστά διενέργειας των βασικών προληπτικών εξετάσεων στη χώρα μας, με μεγάλες μάλιστα διαφορές μεταξύ κοινωνικοοικονομικών τάξεων.

«Είναι λάθος να θεωρούμε ότι ο προληπτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, αλλά πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το προσωπικό προφίλ, το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, η ηλικία, το φύλο και μια σειρά άλλων παραγόντων που μας υποδεικνύει πάντα ο θεράπων ιατρός μας» ανέφερε ο κύριος Τούντας. Το 60% των γυναικών ηλικίας 21-69 ετών έχουν κάνει Τεστ ΠΑΠ τα 3 τελευταία χρόνια, ποσοστό που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 90%. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στην εξέταση κοπράνων για ανίχνευση αιμορραγίας του πεπτικού (SOBT), εξέταση η οποία συμβάλλει στη διάγνωση του καρκίνου παχέος εντέρου, νόσου που αν και εμφανίζει υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, εν τούτοις μπορεί να προληφθεί.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, στην συγκεκριμένη εξέταση έχει υποβληθεί τα τελευταία 3 χρόνια μόνο το 8,3% των γυναικών ηλικίας 50-69 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες ήταν 10,9%. Για πληρέστερο έλεγχο, συνιστάται να γίνεται επίσης μέτρηση αρτηριακής πίεσης, χοληστερίνης και σακχάρου και καρδιογράφημα, κυρίως για τις ηλικίες άνω των 50 ετών.

Ενδεικτικά, βάσει των Πρωτοκόλλων για τον περιοδικό προσυμπτωματικό έλεγχο, η προτεινόμενη συχνότητα για επανάληψη των παρακάτω εξετάσεων είναι:

  • βασικός εργαστηριακός έλεγχος και εξέταση για αρτηριακή πίεση ανά τριετία και ανά διετία  για τις ηλικίες κάτω των 50 ετών
  • κολονοσκόπηση ανά δεκαετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών
  • οστική πυκνότητα ανά διετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών
  • εξέταση PSA ανά τριετία για τους άντρες άνω των 50 ετών
  • τεστ ΠΑΠ και γυναικολογική εξέταση ανά διετία για τις γυναίκες 21-70 ετών
  • μαστογραφία ανά διετία για τις γυναίκες 40-75 ετών

Οι οδηγίες διαφοροποιούνται σημαντικά στην περίπτωση που η πρώτη φάση των εξετάσεων αναδείξει παθολογικά  ευρήματα.

Πηγή: virus.com.gr