ΠΑΙΔΙ

Παιδικά εμβόλια: Γιατί πρέπει να γίνονται στην ώρα τους;

Γιατί είναι απαραίτητο να τηρούνται οι χρόνοι που ορίζει το εθνικό πρόγραμμα για τον εμβολιασμό των παιδιών;

Τα εμβόλια είναι ένα μέσο ενεργητικής ανοσοποίησης απέναντι σε ιούς και βακτήρια. Τα συστατικά που περιέχουν διεγείρουν την άμυνα του οργανισμού, ώστε να παραχθούν κύτταρα μνήμης που σε ενδεχόμενη μελλοντική προσβολή από τον ιό ή το μικρόβιο θα παράγουν ικανή αμυντική αντίδραση. Κατά περίπτωση προλαμβάνουν, μειώνουν τη σοβαρότητα συμπτωμάτων και ίσως εξαλείφουν ασθένειες σε επίπεδο κοινότητας.

Όπως εξηγεί η παιδίατρος, Γεωργία Παπαγεωργίου, ο εμβολιασμός προστατεύει το άτομο παρέχοντάς του ανοσία, ενώ όταν εμβολιασθεί ικανό μέρος του πληθυσμού, η προστασία απέναντι στη νόσο λειτουργεί και σε επίπεδο κοινότητας. Παρέχει δηλαδή την ανοσία αγέλης. Σε περίπτωση επιδημίας, αν υπάρχει ικανή εμβολιαστική κάλυψη, η ανοσία αγέλης λειτουργεί ως ασπίδα.

«Γνωρίζοντας την αξία του εμβολιασμού, όλα τα κράτη έχουν αναθέσει στην αντίστοιχη εθνική επιτροπή εμβολιασμού τη δημιουργία κατάλληλου προγράμματος εμβολιασμού έναντι νοσημάτων συχνών ή μεταδοτικών και επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία. Το πρόγραμμα αυτό διαφέρει από χώρα σε χώρα ανάλογα με την επιδημιολογία των νοσημάτων.

Με την πρόοδο της τεχνολογίας των εμβολίων και την παράλληλη επιδημιολογική καταγραφή σταδιακά αυξήθηκε ο αριθμός των εμβολίων που πρέπει να ολοκληρώσει το κάθε παιδί ή και ο ενήλικας.

Κάποια από αυτά τα εμβόλια είναι επιδημιολογικά σημαντικά μόνο στη βρεφική – πρώτη παιδική ηλικία π.χ. το εμβόλιο του αιμόφιλου influenza συστήνεται μέχρι την ηλικία των 4 ετών γιατί μέχρι αυτή την ηλικία τα βρέφη και μικρά παιδιά κινδυνεύουν από επιπλοκές του όπως σηψαιμία, επιγλωτίττιδα κ.α.

Η ηλικία έναρξης εμβολιασμού, 2 μόλις μηνών, συμπίπτει με τον χρόνο πτώσης προστατευτικών αντισωμάτων που χορηγήθηκαν από τη μητέρα στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη. Όσο μικρότερο είναι το βρέφος, τόσες περισσότερες δόσεις εμβολίου χρειάζεται για να αποκτήσει κατάλληλη ανοσιακή απάντηση.

Όμως, δεν περιμένουμε να μεγαλώσουν περισσότερο για να γίνουν λιγότερες δόσεις, διότι ο κίνδυνος νόσησης είναι πολύ μεγαλύτερος στις μικρότερες ηλικίες.

Για την ένταξη ενός εμβολίου στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού λαμβάνεται υπόψη η ωφέλεια που θα προκύψει από την πρόληψη των νοσημάτων  σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο και το κόστος της κάλυψης των εμβολίων σε οικονομικό επίπεδο.

Ένα παράδειγμα συλλογικής ωφέλειας είναι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για την ιλαρά – ερυθρά – παρωτίτιδα, με δύο δόσεις σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Μόνο με τον εμβολιασμό των πολύ μικρών παιδιών αποκτά η κοινότητα τείχος προστασίας.

Ο ασυνεπής εμβολιασμός  των μικρών παιδιών, επί 15 χρόνια, οδήγησε στην επιδημία ερυθράς στην Ελλάδα του 1993, με 7842 κρούσματα και τη γέννηση 25 βρεφών με συγγενή ερυθρά (κώφωση, τύφλωση, συγγενής καρδιοπάθεια, νοητική υστέρηση, σπασμούς).

Πηγή: onmed.gr